δέκα

pals (72)

Σημερα σκεφτηκα σοβαρα μεσα στο αεροπλανο. Ευτυχως που δεν πηγα στην Ταϋλανδη να χω για να σκεφτομαι ουυυυυυ. Ειμαι μια θεατρικοτητα. Δηλαδη τη μια μερα ειμαι η Ειρηνη την άλλη ειμαι η Μαιρη Λου και την τριτη ο Μανωλης. Χτες οι εκλογες μεθαυριο το πολυποθητο ταξιδι στην Αφρικη. Τοσοι εαυτοι μια χαρα στριμωχνονται μεσα μου. Το θεμα ειναι οτι αν παρεις αποφαση να γραψεις ουσα κυριολεκτικα στα συννεφα ολα εξατμιζονται. Μα πανω που παω να κανω μια σοβαρη σκεψη για το μελλον της ανθρωποτητας κοιταω εξω από το παραθυρο και σκεφτομαι πως φτιαχνονται τα συννεφα και αν η αστραπη μπορει αστραπιαια να μου καψει τις μπουκλες. Σιγα να μη μπορει λεω από μεσα μου αλλα στο ενδιαμεσο οι αναταραξεις εξεγειρουν την κυρια που καθεται διπλα μου (ε μα πια κυρια μου θα πεθανετε κι εσεις μια μερα ας ειναι εδω μεσα με τοση καλη παρεα και εμενανε στο διπλα καθισμα). Το λοιπον είναι ωραια στον ουρανο. Οι αεροσυνοδοι θελουν να πιω μια γκαζοζα δε θα τους χαλασω το χατηρι και θα φαω και μια μπιγκ μπαμπολ που την ειχα στην τσαντα μου. Χθες την πηρα απο ενα περιπτερο στην Πλακα που περιδιαβαινα αναμενοντας τον Βασιλη. Ο Βασιλης αργησε λογω κινησης με αποτελεσμα να φτασω με τα ποδια μεχρι το Μετς και μετα παλι πισω μεχρι το Καλλιμαρμαρο, οπου δυο ερωτευμενοι Κινεζοι φωτογραφιζοντουσαν, στελνοντας στην αιωνιοτητα το ενσταντανε τους. Εντωμεταξυ πια μπιγκ μπαμπολ δεν υπαρχουν με την παλια καλη εννοια. Δηλαδη είναι καπως μεταλλαγμενες. Κρατανε ετσι λιγοστα. Στις δεκα φουσκες ειναι σα να τρως τα χαρτια του τετραδιου μου. Στο μεταξυ ολοι κοιτιομαστε μεταξυ μας. Στο αεροπλανο. Οσοι μπορουμε δηλαδη, γιατι στο αεροπλανο δεν ειναι και τοσο ξεκαθαρα τα πραγματα. Αντε να φτερνιστει κανας κυριος και να γυρισεις με μισο κεφαλι να τον κοιταξεις. Θα διαβασεις το περιοδικο των αερογραμμων θα φτιαξεις στο τετραδιο σου κουτακια εκει εχω παει εκει δεν εχω παει απο τις προτασεις του περιοδικου των αερογραμμων και διαφορα αλλα. Στο μεταξυ θα εχεις πιει τη γκαζοζα σου και φυσικα θα εχεις ξεχασει οοοοοολα αυτα που σκεφτοσουν για το μελλον της ανθρωποτητας πετωντας στα συννεφα.Το θεμα με τους κοντινους προορισμους στην ελλαδα ειναι οτι κοιτας και κοιτας και ολο θαλασσα βλεπεις η οποια ειναι και αντιβουτηχτικη δηλαδη δε μπορεις να μπεις μεσα. Μετα προσγειωνεσαι στη γη της επαγγελιας. Η της απαγγελιας. Τοσες μαντιναδες γραφτηκαν εδω. Τοσο φαι θα κανουμε σε λιγο. Τοσους χορους θα ριξουμε. Σιγα να μη σκεφτομαι ακομη την ανθρωποτητα. Την τελειοτητα σκεφτομαι και ποσο αυτη θα κρατησει. Γιατι ξερεις ειναι μες στη μεση και ο Βορρας. Που ειναι καπως πιο εσωστρεφης.

εννιά

Κσαναπές

Καπου αναμεσα σας υπαρχει ενας κοκκινος καναπες. Γωνιακος. Δερματινος. Δεν κυκλοφορει. Ειναι στη θεση του περι τα τρια χρονια. Δεν ημουν συμφωνη με τον ερχομο του και για να με εκδικηθει επιμενει παγωμενος το χειμωνα και σουπερ κατάζεστος το καλοκαιρι. Παρα τις αντικειμενικες αυτες δυσκολιες εχουμε συμβιωσει πολυ τον τελευταιο χρονο. Δεν ειναι ακριβως κοκκινος. Σπαει τη ζωηραδα του με λιγο μπορντω. Μπορντωκοκκινος. Θελοντας και μη ακουει αυτα που λεω απο μεσα μου και βλεπει τις ταινιες που βλεπω. Κι εχει δει απειρες ταινιες αυτον το χρονο. Ειναι στολισμενος με μαξιλαρια στο χρωμα το εκρου και το κοκκινο το κερασι. Καθε φορα που τα τακτοποιω αναρωτιεμαι αν τα εβαλα σωστα δηλαδη αν πετυχα το χρωματοζυγι. Κοκκινο λευκο κοκκινο λευκο λευκο ειναι το λαθος. Ως εκ τουτου εχει τρια λευκα και δυο κοκκινα. Δηλαδη το σωστο ειναι λευκο κοκκινο λευκο κοκκινο λευκο. Ακριβως διπλα του ειναι ενα παραθυρο προς τον ακαλυπτο. Με λευκες ημιδιαφανεις κουρτινες. Πολλες φορες σκεπτομαι οτι αν μπορουσε θα με εστελνε απο κει που ρθα που δεν ειναι και πολυ μακρια τεσσερα στενα πιο πανω. Οχι τρια. Αλλα δεν μπορει να μιλησει και απλα ανεχεται. Νομιζει οτι ειναι τελειος γιατι παραμενει αλεκιαστος. Ομως ειναι απλα, απλουστατα ενας αστος. Ουτε καν ονομα δε του εχω δωσει τοσον καιρο που βλεπομαστε. Εχει καλομαθει γιατι ειναι ο μονος που αναζητω με το που θα μπω στο σπιτι του. Τωρα δεν ειναι κανεις μαζι του ολοι ειμαστε καπου στην πολη. Λογω παρασκευης. Οι μερες του κυμαινονται απο δευτερα ως πεμπτη και φυσικα και κυριακες. Που του το παρακανουν. Ολοι μαζι στον καναπε. Τελος παντων θα μου πεις και πολυ καλα θα κανεις.

οκτώ

Το μαυρο κτιριο και το κτιριο πλοιο

Ο πειραιας ειναι εκει ολο τον χρονο και οχι μονο οταν εγω πηγαινω στο πλοιο για να παω στις κυκλαδες. Το συνειδητοποιησα τους τελευταιους μηνες. Πανω κατω περα δωθε εχω πια μαθει τον πειραια ανακατωτα και οχι απ´εξω. Ειναι δηλαδη γυρω γυρω απο τη θαλασσα διαφορα σημειακια με μαγαζια και πολλες εκκλησιες ταβερνες με καλαμαρακια και μαριδα (η αθερινα) μπαρ και καφεμπαρ απειρα στεναδακια με παλιες ταμπελες. Θα ηθελα να μετακομισω και λιγουλακι στον πειραια. Να βλεπω μεσα απο τον καθρεπτη το πλοιο να περναει και να γυριζω το κεφαλι μου να ειναι νυχτα και να το βλεπω πελωριο απο το τζαμι του διαμερισματος μου στον τεταρτο. Τα επιπλα να ειναι κλασικα και το τραπεζακι του μπαλκονιου μαρμαρινο. Στο μεταξυ να καθομαι στην πυλη εψιλον ταδε και να κοιταζω αυτο το μαυρο ψηλο κτιριο φαντασμα και να προσπαθω να υποψιαστω τι να συμβαινει αραγε μεσα σε τοσους αδειανους οροφους. Ποιοι περασαν απο κει τι ειπαν τα χριστουγεννα αλλα και τις κανονικες ημερες. Πιο κει θα σταματησω και θα κοιταξω το κτιριο πλοιο. Ειναι ιδιο με πλοιο ολοιδιο. Δηλαδη κοιτας στα δεξια τη θαλασσα βλεπεις το πλοιο πλοιο και μετα κοιτας αριστερα στη στερια και βλεπεις το κτιριο πλοιο. Στο μεταξυ εχεις παει και στο περαμα. Στη βιομηχανικη ζωνη και σε εκεινη τη φανταστικη μπακαλοταβερνα με θεα τους ηλιακους θερμοσιφωνες. Τελος θα παρατηρησεις πολυ πανεμορφους ανθρωπους κατα κυριο λογο τα πρωινα της κυριακης. Με κοστουμι και γελεκο. Οταν θα τα εχεις κανει οοοολα αυτα ξανα και ξανα θα εχει φτασει ηδη και ο ιουλιος και ετσι ωραιοτατα θα μπεις επιτελους στο πλοιο για τον ρουκουνα.

IMG_9036.JPG

επτά

belle_de_jour_2

Ο Σεισμος κι η μανα του.

Αγαπητε σεισμε,

αλφα___εισαι εν γενει αγενης. Μπουκαρεις στα σπιτια μας στη μια τα μεσανυχτα. Κρυφοκοιτας τις ζωες μας, χωρις αδεια, χωρις καμια προειδοποιηση, ακαλεστος. Το σαβουαρ βιβρ θα σου το στειλουμε καποια στιγμη στα εγκατα της γης, γιατι δεν αντεχεσαι αλλο. Ακομη κι εγω που ολο πλακες μου αρεσει να κανω στον Μανουσο, ποτε (μεχρι προχτες το ομολογω) δεν ειχα σκεφτει να μπουκαρω στο σπιτι του τα ξημερωματα, για να γελασουμε.

βητα___δεν εχεις καμια λογικη. Κι ο Ιονεσκο ακομη καπως μας δινει μερικα χιντς για να κατανοησουμε τα εργα του. Εσυ δε μας προειδοποιησες. Π Ο Τ Ε. Ολα τα ρουχα απλωμενα, νοτιας εξω, ουτε κλωστη δεν ειχε στεγνωξει, τι να βαλουμε, με τη πιτζαμα κοψαμε βολτες στην πλατεια πλαστηρα στις δυο το πρωι.

γαμα___εχεις συναισθηματικες διαταραχες. η που θα φωναζεις η που θα ουρλιαζεις η που θα εισαι ηρεμοτατος. η που θα ψιλοουρλιαξεις τρεις φορες, οπως προχθες και μετα τελικα να μην ξερουμε ποτε και ΑΝ θα σου περασουνε τα νευρα η αν θα συγχυστεις χειροτερα με κακα αποτελεσματα για την χωροταξια του σπιτιου μας. Καναμε κοπο κυριε να κρεμασουμε περασια τα καδρα του Κλιμτ και του Σταθοπουλου, πανω απο τα κρεβατια μας, με το αλφαδι.

αγαπητε σεισμε. πες στη μανα σου αρκετα. η κακη σου ανατροφη εχει αναστατωσει πολεις ολακερες. σε χαλεπους καιρους. θα σου μιλησω μεσα απο τα λογια της παολα. να μ’αφησεις ησυχη θελω / αν υπαρχεις πια να μην ξερω / ξεχνα με / ζω για μενανε.

έξι

IMG_8822

Γκουιντονε.

Δεν ειχε υπαρξει προετοιμασια για αυτο το καναπεδακι. Ολη η φουρια ηταν το παρτυ. Μονο αυτο ετοιμαζαμε απο μερες. Που θα μπει ο ενισχυτης, ετσι ωστε να ενισχυσει την επιθυμια ολων μας να χορεψουμε, που θα μπει το μπαρ, ετσι ωστε να φτανουμε ολοι με μια απλη κινηση του χεριου μας τη βοτκα η το γουισκι μας. Φουσκωσαμε και μπαλονια για το ονορε του ουρανιου τοξου. Περιορισαμε αρκετα εως πολυ τη χρωματικη γκαμα. Ειχαμε και τσιπς και σιμιαν μομπαιλ ντισκο. Επιτυχαμε το μεν παρτυ αλλα το καναπεδακι εκεινο δε περιμεναμε ποτε οτι θα αστραποβολουσε ετσι εκεινη τη νυχτα. Και τη μερα. Στο κατω κατω ηταν απλα ενα καναπεδακι σαν ολα τα καναπεδακια που εχουν περιδρομιασει οι παρταδοροι στο βαθος της ιστοριας. Ηρθε πολυς κοσμος, ως επι το πλειστον με τα καλα του, καποιοι ισως με τα λιγοτερο καλα τους. Υπηρχε και μπαροσκαμπω και εκει υπηρξε μια συγκυρια. Και το σκοταδι αρκετο. Αρκετοτατο. Απο κει και περα η εμπνευση εκανε παρε δωσε με μακρηγορια ξημερωματικη. Εν τελει φαγαμε και το καναπεδακι. Το πρωι. Ε, μα ολη νυχτα ολα τα υπολοιπα τα φαγαμε και τα ειπαμε αυτο κανεις. Ηταν φανταστικοτητα αυτο το παρτυ. Ειναι σαφες η Καρλα πηρε το τρενο. Για τα καλα. Κι ακομη ειναι μεσα. Το τρενο για το Τελ Αβιβ.

πέντε

Χωρίς τίτλο

Γέμιστα, γέμιστα όλα πια

Ωραία ήρθα εχθές στην Αθήνα, όλα στη θέση τους και το Κάτω Παγκράτι ή Βατραχονήσι  (σε άλλο ποστ θα κάνουμε ιστορία τόπου) ωραιότατο. Και πολύ ωραιότατα σήμερα θα ξαναφύγω. Προς μεγάλη μου τέρψη με μίνι σάκο γιατί έχω βαρεθεί να σκέπτομαι πάνω από τη βαλίτσα μου, τι να βγάλω, τι να βάλω, πολλά παπούτσια πήρες, μα θα περπατήσετε κι άμα βρέξει, σιγά μη βρέξει, ο φίλος μας ο Μέρφι πανταχού παρών. Το δηλαδή θα πάρεις αθλητικά, όλα θα είναι βατά. Δε θα πάρεις, θα ανεβοκατέβετε το έβερεστ και πίσω. Τέλος των πάντων αυτή τη φορά σακιδιάκι και καταπληκτικότητα. Το θέμα είναι ότι όσο εγώ θα εξορμήσω εσείς μπορείτε να φτιάξετε ωραιότατα γεμιστά και να τα δειπνήσετε με τους αγαπητούς σας. Εμείς τα δειπνήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα στο ωραιότερο τραπέζι της γαιότητας. Γιταί να ξέρετε, εδώ δε θα γράφω μόνο αμπελοφιλοσοφίες, αλλά και σημαντικά πράματα. Κορίτσια μέχρι και η Εμμανουέλ Σενιέ, ένα ταψί φαί πρέπει να το φτιάσει για να τονε κρατήσει τον άνδρα. Και μη μου άγχεστε κι εγώ μόλις για δεύτερη φορά τα έφτιαξα.

Θέμε:

1 ταψί

1 πιο μικρό ταψί

1 μπολ

1 κουτάλι σούπας

1 τρίφτη

6 τομάτες

2 τομάτες ακόμη

3 πιπεριές

2 κρεμμύδια

Μαιδανό

3 πατάτες

Ελαιόλαδο

Δυόσμο

Ρύζι για γεμιστά (εγώ αυτή τη φορά έβαλα μπλε αγκρίνο για ριζότο και έπιασε)

Αλάτι

Πιπέρι

Ανάβουμε τον φούρνο στους 250 για προθέρμανση (στο πάνω κάτω). Πλένουμε τις τομάτες και τις πιπεριές και τους ανοίγουμε καπάκι. Αδειάζουμε με το κουτάλι την ψίχα της τομάτας την περνάμε στον τρίφτη (στο χονδρό) και τη βάζουμε στο μπωλ. Καθαρίζουμε καλά και τις πιπεριές. Και βάζουμε τα αδειανά στο ταψί στην αναμονή της γέμισής των.

Στο μεταξύ κόβουμε τις πατάτες τις λαδοαλατωπιπερώνουμε και τις ανακατεύουμε πέρα δώθε και τις ρίχνουμε κι αυτές στο ταψί μαζί με τα αδειανά.

Μέσα στο μπωλ με την ψίχα της τομάτας, προσθέτουμε τον μαϊδανό και τον δυόσμο, τα οποία έχουμε ψιλοκόψει, αλάτι, πιπέρι, λάδι (τρεις γύρες εγώ έβαλα), τα κρεμμύδια, τα οποία έχουμε επίσης περάσει από τον τρίφτη (στο χονδρό) και 1 κ.σ. ρύζι για κάθε γεμιστό. Εγώ έβαλα κι άλλο ρύζι γιατί μ’αρέσει να τρώω τη χύμα γέμιση από το ταψί. Τα ανακατεύουμε πολύ καλά και γεμίζουμε τα καημένα τα αδειανά που τόση ώρα περίμεναν. Εν συνεχεία περνάμε από τον τρίφτη και τις άλλες δύο τομάτες και περιχύνουμε τα γεμιστά. Προσθέτουμε νερό (εγώ έβαλα μία κούπα του τσαγιού), αλάτι, πιπέρι και λάδι (εγώ έβαλα 3/4 κούπας του τσαγιού)

Βάζουμε το ταψί στον φούρνο και ψήνουμε για σίρκα μία ώρα στους 200-220.

Μετά τρώμε.

τέσσερα

Σήμερα η χαρά μου εκσφενδονίστηκε. Δεν είμαι στην Αθήνα και αυτό από μόνο του είναι μία ευτυχία. Το θέμα είναι ότι το πρωί είδα μία κατσαρίδα (ακόμη). Είχε πνιγεί σε μία κουταλιά νερό, που θα το πίναν οι γάτες της κυρίας Βίκυς και το οποίο τελικά αποτέλεσε τον υγρό τάφο της αείμνηστης κατσαρίδας. Το άλλο θέμα είναι οτι σταμάτησα για να βγάλω φωτογραφία το κορπς και σταμάτησε και μία κυρία από πίσω μου περίεργη τόσο για το ποιά είναι αυτή η ξένη με το παρδαλοπαντέλονο, όσο και για το τι φωτογραφίζει. Όταν δε, είδε το αντικείμενο που μου τράβηξε το ενδιαφέρον, κατάλαβα από την έκφραση του προσώπου της, οτι με θεωρεί επαρκώς ημίτρελλη και αλλού ντ´ αλλού και μετά από λίγο έφυγε και πήγε στον μανάβη απέναντι και βγήκε με τρία καρπούζια. Το ένα παραμάσχαλα. Δεν της φαινόταν ότι είναι μασίστας, ούτε οτι θα ακολουθούσε η επιβίβασή της σε μπεεμβέ 3.16 χαμηλωμένο με ζάντες διαμέτρου της γης και (;) αεροτομή και (;) διπλή εξάτμιση. Μετά έβαλε στη διαπασών το γιορτάζω έναν χρόνο που μάφησες και λιώνω του Σταμάτη Γονίδη και ξεκίνησε με πέμπτη. Άλλαξε τον κόσμο η κυρία ετών 60 κάτι. Με το κλαρωτο φουστάνι της και το πασούμι τσόκαρο με ντακούνα.
Ο Ταραντίνο σίγουρα θα την έκανε καστ για μπράβο της Παμ Γκριρ.

IMG_7489-3.JPG

τρία

photo.php 10670222_917279081634768_379744623287621591_n

Η πρώτη αλληλοσυνέντευξη στο διαδίκτυο είναι γεγονός.
Η Λίνα Ρόκου και η Ειρήνη Ιώτα Πολυκρέτη κονταροχτυπιούνται στον βωμό του παραρρεαλισμού.
Έτσι, για να αλλάξουμε την ανθρωπότητα.

Ρόκου:  Ειρήνη, πώς σε λένε;

Δεν έχω αποφασίσει.

Πολυκρέτη: Πρακτικά λέγεσαι Λίνα Βράχου. Αποδέχεσαι τον τίτλο της Λίνας Βράχου;

Όχι γιατί δεν αισθάνομαι ως τέτοια. Από την άλλη όταν ήμουν πιτσιρίκι ήταν πολύ στα φόρτε της η Βίρνα Δράκου. Τότε σκεφτόμουν ότι ευτυχώς που δε με λένε Λίνα Δράκου γιατί αν έπρεπε να παρουσιαστώ πρώτα με το επίθετο και μετά με το όνομα θα ήταν ΔράκουΛίνα και αυτό, ας το παραδεχτούμε, δεν είναι ωραίο όνομα για παιδάκι. Τώρα όμως δε θα με χάλαγε. Καθόλου.

 

Ρό: Τι βρίσκεις όταν μπαίνεις μέσα στον καθρέφτη;

Εάν μπω μέσα στον καθρέπτη θα κοπώ και θα πάω στο νοσοκομείο (χαλόου).Μικρή πάντως, πολύ μου άρεσε να μπαίνω μέσα στις ντουλάπες και να τρομάζω τον κόσμο. Ειδικά σε αυτήν με τη σιδερώστρα.

 

Πο: Γράψε μου ενα ποίημα που να κάνει ρίμα με το μικρό σου όνομα. Μικρό όχι την Ιλιάδα.

Έχω μια τεράστια πείνα / για τη ζαβή τη Λίνα.

 

Ρό: Ποιο είναι το αγαπημένο σου γράμμα και γιατί;

Το ω. Γιατι δεν εχει κανεναν να φωναξει μετα.

Πο:Ποιό είναι το πιο φανταστικότητα μέρος στο Κάτω Παγκράτι;

α) Αναγνωρίζω μόνο ένα Παγκράτι, ενωμένο και δυνατό. Β) Το σπίτι μου.

 

Ρό: Πόσα κιλά βιβλία έχεις στο σπίτι σου; 

Λίγα. Πρωταθλητής στα βάρη στην οικογένεια παραμένει ο Ιώτα. Βιβλία, βινύλια. Σας κερδίζω όλους όμως στα ντιβιντί. Έχω τουλάχιστον τα κιλά του μάικ τάισον σε ταινίες.

 

Πο: Η Κέρκυρα ή η Νάξος βγάζει πιο έξυπνες γυναίκες;

Η Νάξος. Η Κέρκυρα βγάζει τις βουρλισμένες.

Ρό: Ποια είναι η γνώμη σου για το youtube;

Δεν μου αρέσει, μου τρώει χρόνο, βλέπω κάθε βράδυ μανιωδώς ντοκιμαντέρ πριν κοιμηθώ, με αποτέλεσμα να διαβάζω 1/4 σελίδας από το εκάστοτε βιβλίο. Είχα στο κομοδίνο την Άννα Καρένινα 2 χρονια.

 

Πο: Έχεις ποτέ αναρωτηθεί πώς δίαολο έκανε βουτιά μέσα στο θησαυσοφυλάκιό του ο Σκρουτζ μακ Ντακ;

 Τι πώς έκανε βουτιά; Έπαιρνε φόρα και βουτούσε. Είχε και σανίδα αν ήθελε να πέσει από εκεί. Αμέ.

Ρό: Γιατί οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν τα λάθη τους;

Δεν τα επαναλαμβάνουν ολοι. Βλέπουν την πορεία του πράματος και πράττουν σοφά. Είμαι μοναχοπαίδι.

 

Πο: Θεωρείς υπερεκτιμημένη την ενήλικη σοβαρότητα;

Καθόλου. Αντιθέτως θεωρώ κουραστική τη fake παιδικότητα που προβάλλουν αρκετοί ενήλικες, έχει παραγίνει το κακό με αυτή τη μόδα. Βρε, αν είσαι όντως αθώος στο βλέμμα (αυτό ακριβώς σημαίνει παιδί, να τα κοιτάς όλα σα να είναι η πρώτη φορά) δεν χρειάζεται να με πείσεις για αυτό. Βαρέθηκα όλους αυτούς που σκηνοθετούν την ανεμελιά τους. Άσε που τα πιτσιρίκια είναι τα πιο σοβαρά άτομα, εκεί έχω καταλήξει.

Ρό: Έχεις σκεφτεί ποτέ να αφήσεις μούσι;

Δε λέω ΠΟΤΕ ψέματα. Γι’αυτό έχω και γαλλική μύτη. Δεν κινδυνεύω απο μούσι.

 

Πο: Σου αρέσει ο Φελίνι; Ή προτιμάς το τορτελίνι; Πες αλήθεια.

 Καλέ, δε χρειάζεται να διαλέξω. Θα δω Φελίνι, συγκεκριμένα το Dolce Vita που το «κατέβασα» πρόσφατα, και θα τρώω και τορτελίνι. Και μετά θα πάμε στο ΠάΡοT και όσο θα μου μιλάς για τον Φελίνι θα χωνεύω το τορτελίνι.

Ρό: Θεωρείς φυσιολογικούς τους ανθρώπους που τους αρέσει να φτιάχνουν παζλ;

Ναι. Φτιάχνω πολλά. Το πιο πρόσφατο το έφτιαξα την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, είχε 500 κομματια και απεικονίζει ένα τοπίο στις Άλπεις. Το ‘χω φτιάξει τουλάχιστον 20 φορές απο τότε που μου το πήρε δώρο ο Μάκης,  όταν ήμουνα ξέρω ‘γω 10 χρόνων. Απλά κάθε φορά πρέπει να το διαλύσω, γιατί το φτιάχνω στο πάτωμα. Επίσης με δυσκολεύει τρομερά η σύνθεση του ουρανού. Είμαι φυσιολογική.

 

Πο: Έχεις βγει ποτέ έξω με τη μπλούζα σου ανάποδα; Ή με κάτι άλλο ανάποδα;

Ανάποδα εννοείς το μέσα έξω ή το μπρος πίσω; Το μέσα έξω το έχω κάνει και με μπλούζα και με μαγιό. Το ενδιαφέρον θα ήταν να το είχα κάνει με γυαλιά.

Ρό: Ποιο είναι το αγαπημένο σου παιδικό τραγούδι;

Η Ρόζα Ροζαλία.

 

 Πο: Ξέρεις ποιός είναι ο δράκος του Κομόντο;

Εννοείται ότι ξέρω καθώς μέχρι Γ’ γυμνασίου ήθελα να γίνω κτηνίατρος αλλά με απέτρεψε ο μπαμπάς μου που μου έλεγε ότι μια ζωή θα μυρίζω σκυλίλα. Επίσης είδα δράκο του Κόμοντο στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο όταν πήγα τον Σαλβαδόρ (RIP) να του κάνει ένεση ο κτηνίατρος. Επίσης τα αγαπημένο μου ζώα στο Πάρκο είναι τα σκυλιά των λειμώνων και τα αγαπημένα μου ζώα γενικότερα ο Μούχλας και ο Σπόρος (γατιά με ψυχολογία σκύλου).

 

Ρό: Πώς φτιάχνεται η φέτα; 

Από διάφορα πράγματα. Που δεν τα ξέρω. Αλλά κυρίως από διάφορα άλλα. Που επίσης δεν ξέρω.

 

Πο: Έχεις σκεφτεί ποτέ τί μπορεί να συμβαίνει π.χ. στο Πλεϊμπόι Μάνσιον ή στο σπίτι του αρχηγού μιας φυλής Μαορί, την ώρα που εσύ ψήνεις ψάρι στο Παγκράτι;

Όλη την ώρα κάτι τέτοια σκέφτομαι και απορώ που ακόμη δεν έχω κάψει ακόμη το φαγητό. Καμιά φορά σκέφτομαι όμορφα πράγματα όπως «αυτή τη στιγμή κάποιο παιδάκι αγκαλιάζει τη μαμά του στο Μπουένος Άιρες και της λέει πόσο πολύ την αγαπάει», καμιά φορά σκέφτομαι δυσάρεστα όπως «αυτή τη στιγμή κάποιος ανοίγει με τσεκούρι το κεφάλι του πατέρα του». Με πιάνει ταχυκαρδία, κάποιες φορές δακρύζω κιόλας. Σε αυτή την περίπτωση φροντίζω να στέκομαι πάνω από την κατσαρόλα ώστε να αλατιστεί το φαγητό.

Ρό: Θέλεις να ταξιδέψεις ή να μαγειρέψεις;

Θέλω να ταξιδεύω σ υ ν έ χ ε ι α. Όλα μου τα λεφτά τα έχω ξοδέψει σε ταξίδια. Προτιμώ να ταξιδέψω και να τρώω πασατέμπους για έναν μήνα.

 

Πο: Υπάρχει κάτι, που ενώ μπορείς να το κάνεις και μόνη σου ζητάς πάντα να στο κάνει κάποιος άλλος;

 Ω, ναι. Να μου ξεμπερδέψουν το καλώδιο στα ακουστικά.

 

Ρό: Υπάρχουν άνθρωποι που είναι πιο όμορφοι όταν κλαίνε;

Όχι. Μόνο οι κρεμμυδοκαθαριστές.

 

Πο: Τί είναι ακριβώς δεξιά (ώρα 15.00) από εκεί που κάθεσαι τώρα;  

Κουρτίνα/μπαλκονόπορτα.

Ρό: Πόσο τέλεια είναι η λέξη τελειότητα;

Καλή ειίαι, αλλά και αγχωτική, γιατί σε βάζει στην καραντίνα της απρόσμενης δυστυχίας. Επίσης είναι και βαρετή μερικές φορές, με εξαίρεση την περίπτωση του Μίτσελ Γκονζάλες.

 

Πο: Έχεις κατανοήσει τη λειτουργία του ηλεκτρισμού;

Εννοείται πώς όχι. Πλάκα μου κάνεις; Εδώ ακόμη προσπαθώ να καταλάβω πώς σκατά λειτουργεί το τηλέφωνο. Και δεν μιλάω καν για το κινητό.

Ρό: Τι σκέφτεσαι όταν κοιτάς τα αστέρια;

Σκέφτομαι α. Γιατί τα αστέρια κρύβονται άμα έχει φως β. Το τραγούδι του Νίκου Βέρτη γ. Τον καβγά που πάτησα με τη Γιούλη, για το αν αυτό που βλέπαμε είναι αστέρι ή αεροπλάνο δ. Τους εξωγήινους ε. Τον κύριο στο μπαρ Μικρό, στη Μήλο, που μου ρύθμισε το τηλεσκόπιο για να δω τα αστέρια.

 

Πο: Τί πιστεύεις οτι θα σου έλεγε ο Κούντερα, αν συναντιόσασταν στην ουρά για σαλάμι αέρος στον ΑΒ;

Θα με ρωτούσε, αν υπάρχει περίπτωση στον συγκεκριμένο ΑΒ, να συναντήσει και να γνωρίσει την Ειρήνη Ιώτα Πολυκρέτη.

Ρό: Πες μου μια σύντομη ιστορία που να περιλαμβάνει έναν, τουλάχιστον, φαλακρό άνθρωπο.

Μέσα στο λεωφορείο μου αρέσει πάρα πολύ να κάθομαι πίσω από τους φαλακρούς κυρίους και μάλιστα με απασχολεί συχνά το αν η φαλάκρα λεγεται καράφλα. Γιατί ας πούμε κάποιοι άνθρωποι λένε μπέικο και μπεφτέκι και άλλα. Το καλοκαίρι μου αρέσει να ψεκάζομαι με το νερό μέσα στο λεωφορείο και να ψεκάζω επίτηδες και τους πίσω και τους μπροστά και μετά να ζητάω συγγνώμη. Έτσι πριν κανα μήνα στο τρόλεϊ 11 που το πήρα από τον Άγιο Λουκα για να πάω στην πλατεία Πλαστήρα και ήταν και βαρύς Αύγουστος ψέκασα έναν κύριο φαλακρό κανονικότατα. Το θέμα είναι οτι το καταφχαριστήθηκε και μου έδωσε και την ευχή του. Έτσι μου χάλασε η πλάκα και όταν τελείωσε το Avene eau de δροσίζ δεν ξαναπήρα. Δεν ήταν σύντομη η ιστορία μου, αλλά περάσαμε ωραία. Από την πλατεία Πλαστήρα πήρα μετά το Τεστ και έλυσα δύο δύσκολα σταυρόλεξα στο Καφενείον Ελλάς.

 

Πο: Έχεις ποτέ κολλήσει τσίχλα κάτω από ξένο τραπέζι;

 Το θρανίο πιάνεται για ξένο τραπέζι;

Η Λίνα Ρόκου είναι πολύ ωραία.

Μέσα έξω.

Και φίλη μου.

Τα γράφει φανταστικότητα στο http://popaganda.gr/author/rokou/

δύο

f (497)

The Primal Scream And The Primal Scene

Since the beginning of the human history, the mysteries of the “inexplicable” have formed one of the main interests and most powerful fascinations for the civilizations all around the world. The origin of the human kind, the limits of the universe, the infinity of chaos and the horror that such unanswered queries provoke, lead to an effort to approach and (whenever possible) represent “The Unknown/The Other”. Art has always been one of the most popular ways of reconstructing the mysteries that have been torturing the human mind for centuries. Film in particular, due to its ability to visualise even the most pervert imagination, has succeeded to transform those mysteries into images.

Cinema, always under the impact of the social and technological development, attempts to illustrate the terrifying and the obscure. The fears of a whole society are successfully reflected on the fictional character of an alien or a psychotic murderer. The restrictions of the contemporary way of living and the oppression caused from the capitalist patriarchal model of western life result as a terrifying representation of what we would call “The Other”. As Robin Wood defends “the Other is not only something external to our culture but also what is repressed in the self and projected in a way that finally becomes hated and disowned”. The horror movie achieves to illustrate the restricted dimensions of our contemporary culture, such as sexuality. The genres of horror and science fiction reflect the anxieties of a modern society in a complicated and extravagant way. Both these genres give the spectator the opportunity to escape into (and possibly from) his/her most terrifying nightmares and to become the witness of his/her forbidden daydream images.

It would be useful to refer to Aristotle’s definition of tragedy almost 2500 years ago. He describes it as “an imitation of an action that is serious. Complete and of a certain magnitude […..] with incidents arousing pity and fear, wherewith to accomplish its catharsis of such emotions”. The protagonist of the horror movie (exactly like the characters of the ancient Greek drama) is ready to fight against all the enemies, overcome all the obstacles, becoming the final hero, the last survivor while the spectator is experiencing the catharsis, liberated from the fear, the anxiety and the feeling of injustice.

The film Aliens (1986) is certainly a representative sample of the above. It belongs to a modern, contemporary film genre, which combines the elements of horror and science fiction. In Aliens the fear is set in outer space. The main character of the film, Lt Ellen Ripley “combines the survivor of slasher with the heroic astronaut of science fiction”. Ripley having (already once) experienced the frightening existence of the Alien Other (and being in the situation of hyper sleep for 57 years) is being asked to re-investigate and finally destroy the creatures but at the same time overcome her tremendous nightmares. Accompanied by a team of tough marines she is sent to the planet LV 426. The sole survivor on this inhospitable planet is the little girl Newt, whom Ripley takes under her “maternal” responsibility.

Aliens (sequel of the movie Alien -1979-), functions as the introduction to the structure of the whole family of those “unidentified” creatures, which consists of 5 different members, each with a different role.: the eggs, the face huggers, the chest busters, the soldiers and the scariest of all, the horrifying Mama Alien, who is “responsible” for the reproduction of all these beings.

Motherhood appears to be one of the main issues of Aliens. Ellen Ripley and Mamma Alien become the main characters of the film, representing two different and opposite dimensions of the powerful role of maternity. Mama Alien is present during the whole film through her absence. All the crew of Sulaco is wondering who is laying the eggs, where do Aliens come from and she finally appears in the last 20 minutes of the movie to give the terrifying solution to the enigma.

The film is successfully introducing the audience to the modern contemporary identity of The Mother. Ripley becomes the post-modern mother as she achieves to combine the role, the basic characteristics and the duties of both parents in one. She embodies both the Male and the Female. She is an amalgam of strength and sensitivity, the result of a powerful and vulnerable combination. Ripley is courageous, energetic, powerful, ready to take risks, dynamic, smart, fearless and at the same time affective, protective, carrying and ready to sacrifice everything for “her” child.

One of the promotional posters of the film presents Ripley as she holds Newt in her right arm, having a big destructive gun in her left hand. Accepting the fact that a gun is always used in order to represent masculinity and the penis (due to its phallic shaped structure) Ripley appears to be the powerful phallic mother. She successfully overcomes her feminine castration complex, by incorporating her own penis in her body. Ripley succeeds both of the feminine wishes, according to Freud, possessing a penis and a child of her own, gaining her superiority against the male sex and satisfying her eternal maternal instinct. She is conquering the patriarchal world in which she belongs becoming the Woman who has it all, fully “equipped”, ready to win the battles and become a triumphant of her sex.

We would describe Ripley as “neutral”, always “in between”. She is in a continuous “fight” against two contradictory identities. She is male and female, mother and father, soldier and citizen. Both her personality and her looks balance between two different worlds. After her decision to be sent to LV 426, she gets a haircut that makes her look more like a man, adding to her appearance more masculine characteristics. Her body is also neutral. Although she has a nice, slim figure, she does not have sexy curves or any other specific characteristic (such as big lips or feminine way of standing and walking) betraying her sexuality. Even her clothes are neutral. She is not dressed in an army uniform, like the marines nor in plain clothing. As Yvonne Tasker mentions: “Whilst the military are in uniform and Burke, the company representative of the mission, in civvies, Ripley’s dress, with leather flying jacket and fatigues, is iconographically, somewhere between the two”. She is the victim and the hero. Victim of the Company’s conspiracy against humanity, heroic figure who fights till the end, in order to save “her daughter” and destroy the threatening creatures. She is successfully becoming the hero of the spaceship as well. By displaying cool professionalism, while the men around her literally fall to pieces. Ripley is the final girl, the survivor. She is the protagonist in the full sense, as she combines the functions of suffering victim and avenging hero. In the scene where she fights against Mama Alien, wearing the robotic cargo loader, she is transformed into the “techno phallic mother”, the feminine ideal fantasy figure.

The element of motherhood is fully represented not only in the narrative and the characters of the film but also in the way that the whole space environment and background is set. Even before the beginning of the film the spectator is entering the dark, mysterious, interior world of the “yet undiscovered” and “uncanny” female genitals. As the blue colored title of the film is appearing on the cinematic screen, we can see the letter “I” transformed into a frightening and extremely bright vagina shaped hole, while the music background makes the scene even more terrifying. Right after this atmospheric transformation, the audience enters the world of the film with as a shot of the chaotic outer space while the rest of the titles are appearing on the screen.

As the camera reveals the calm face of Ripley while she is sleeping in her –womb look like, hyper sleep, hi-tech- cave (and as the cat Jones is sleeping on her genital area) the image of earth is slowly fading in to cover her face. The round shape of Mother Earth is covering the face of “Mother” Ripley, implying the relationship between the “female” reproductive powers of Mother Nature.

In ancient Greece the goddess Gaia, who was feminine, as most of the elements of nature were for the ancient Greeks, represented the Earth. Due to the privilege of reproduction, with which only the female creatures are gifted, the ancient Greeks and many other ancient civilisations characterised the forces of nature with feminine identities. Many words that include somehow, the significance of birth, literally and metaphorically, refer to the powerful and unique reproductive process. Τhe Greek origin word metropolis consists of two words. Metro coming from mitra (μήτρα) that means womb and polis (πόλις) that means city. Metropolis literally means the womb city.

Ripley is metaphorically reborn after her 57 years of hyper sleep, ready to experience once again the existence of the Other. This time she has to fight and win the battle against the terrifying reproductive power of Mama Alien, saving the humanity from this destructive creature. Ripley’s maternal instincts are also presented through her relationship with the cat, an animal always connected to the feminine personality, due to her ability of being autonomous and intuitive. When Burke is entering her room in the hospital, where she recovers from her long hyper sleep, she doesn’t seem to notice his presence at all. She simply focuses on her cat (Jones) that is lying on his hands.

The issue of motherhood-femeninity-birth as well as the “uncanny” of the interior female genitals is very well represented in the Aliens’ “residence”. The aliens have transformed the LV426 colony into a dark, mysterious, bodily interior, full of tubes and depressing huge walls area. The crew of Sulaco as well as the spectator enter a claustrophobic, gigantic, terrifying environment. As Carol Clover claims: “the space travellers actually enter and explore an otherworldly maternal cavity of tubes and eggs or Innerspace”. We would defend that the atmosphere and the interior design of the whole area is symbolising the female womb, implying that the marines are entering the cannibalising black hole from which all lives are coming from.

We should mention that in opposition to the “imperfection” of the vagina (due to its inability to posses a penis, according to Freud), the womb is the fully equipped superior organ, which is responsible for the origin and the reproduction of every single kind of living creatures. The womb is responsible for the origin of life. The feminine body hides both the mysteries of life and the fear of the abyss, of the unknown. What Kristeva calls: “the fascinating and abject inside of the maternal body”.

The surprise for both Ripley and the marine crew of Sulaco is the discovery of Rebecca/Newt, the lone survivor of the colony’s inhabitants. Newt is soon adopted, literally and metaphorically, by Ripley becoming her alter ego, her precious assistant in the fight against the alien species. The portrait of Newt (even her name) betrays a frightened girl who is trying to escape. She is very mature for her age, basically due to the terrifying situations that she has witnessed. Her disbelief in humans, her loneliness and fear as well as her posttraumatic behaviour are fully reflected on her words. When she is being discovered by the marines (who almost kill her), she acts like an imprisoned animal seeking for care and affection. She is dirty and numb, motionless and still and looks as if she is lost, staring to nowhere. Newt refuses to talk to Gorman and is diagnosed as physically healthy (by the tough female doctor). Her lone «friend» Casey, a leftover head of a totally destroyed doll, represents her infant innocence. Ripley is treating Newt with patience trying to make her talk and she finally succeeds, giving “birth” to the bond between them. Newt is “the wise but innocent child”. She had been forced to lose her infant innocence very early, witnessing the destruction of the entire colony, becoming the lone survivor. She is desperately looking for a family as she has lost the one of her own. Ripley is there to treat her “wounds”, replacing her mother and her trust. Newt is once again becoming the unprotected victim of the Other in its worse version, the monstrous representation of femininity, the mother Alien. Her nightmares become true, as she realises that monsters finally exist in reality.

Ripley and Newt have many things in common. Their stories are pretty parallel to each other. They both loose their family (Newt literally, Ripley metaphorically as she experiences twice the loss of her fellow travellers), they are both the lone survivors and they are both experiencing posttraumatic stress disorder. “Mother and daughter” are desperately trying to escape from their nightmares. They are both afraid to dream as well as unable to forget, tortured by horrifying, continuous dreams. According to Freud and his theory that we only bother to dream of things which have given us cause for reflection in the day time, both Newt and Ripley are forced to revive their frightening past in their sleep, while dreaming. Newt is really afraid to sleep alone, asking for Ripley’s presence by her side. Harvey Greenberg defends that Ripley’s clinical condition is hallmarked not by her inability to remember but by the powerlessness to forget”. She succeeds to overcome her traumatic experiences by “returning to the scene of emotional scaring and mutating into the phallic superwoman”. She fights with her fears face to face.

Newt and Ripley are strongly connected not only because of the similar posttraumatic situation that they are both experiencing, but also because each one is the reflection of the other. Newt’s impressive maturity is helping Ripley to face her own fears and overcome her own queries, believe in herself and be strong and faithful. Ximena Galliardo and Jason Smith mention: “Newt is operating as Ripley’s inner child, as she gives voice to all of her fears and uncertainties Ripley is feeling herself”. Newt is mirroring Ripley’s fears and anxieties and so does Ripley to Newt. When they are both facing the threat of a face hugger’s attack and Newt tells Ripley “I am scared” Ripley responds “Me too». They are getting together under the fear of the same enemy that has threatened their past and continues destroying their present.

The family that Newt has lost seems to be complete with the presence of both Hicks and Bishop. Hicks becomes the ideal father figure, full of strength and discipline, following blindly the instructions given by Ripley. After the death of Gorman he is being responsible for the crew and the destruction of aliens. Krin Gabbard defends that Hicks is man enough not to be threatened by Ripley’s power, but also man enough to accept the sexual challenge”. The bracelet locator that he gives to Ripley (and following she gives to Newt) signifies the bond between the three of them. Hicks is also protective and carrying to Newt, opposite to Hudson who is questioning her abilities and her strength, because of her age and innocence.

As Hicks is wounded by the acid blood of an alien soldier, Bishop is now taking the role of the father, helping both mother and daughter to escape from the nightmare, their common nightmare, mama Alien. Although Bishop is literally cut in half (by the phallic tale of Mama Alien) bleeding white liquids, he is the one who saves Newt from being lost in chaos, “swollen” by the tremendous power of the air that is violently entering the spaceship.

The absolute representation of the monstrous feminine is appearing in the last 15 minutes of the film (though as we have already mentioned, the Alien Mama is present during the whole film through her absence), in order to solve the enigma of the weird reproduction of the Alien species. As Ripley succeeds to save Ripley from her cocoon she finds herself, trapped in the most terrifying and destructive hatchery of all. She is there face to face with the horrifying Mama Alien.

The frightening gigantic creature hisses as soon as She realizes the presence of Ripley. “The battle of the Big Mammas, implies that it takes a female to take out a female” as Ximena Galliardo and Jason C. Smith claim. The Alien Mother represents the parthenogenetic figure of the creature that embodies both the female and the male gender. She is the representation of the archaic mother; of the poisonous, fatal vagina dentata who is hiding all the powerful mysteries of life and death. As Barbara Creed defends “the archaic mother is the parthenogenetic mother, the mother as primordial abyss, the point of origin and end”. She is the dyadic mother, the maternal figure of the pre-Oedipal period, who symbolically threatens to engulf, incorporate the infant. Mama Alien represents the feminine desire to possess a phallus. We should also say that the image of the monstrous birth equates the anatomy and the reproductive mechanism of the human female.

The reproductive procedure of the alien species represents the horrifying, monstrous side of the birth miracle. The film Aliens takes extraordinary steps to identify reproductive sexuality with evil and horror.

Mama Alien is laying countless eggs from which the face huggers pop out. The face huggers impregnate their human victims by forcing a tube down to their throat. The eggs when hibernated come out of the host’s chest leading to his/her painful death. As the chest busters grow up they become the soldiers, who live in order to serve the Mama Queen Alien.

“The Queen is born in a similar way to the Soldier alien, but her incubation period is longer – several days instead of several hours. Her cranium is much larger and flatter and she is approximately two to three feet taller than the Soldier. She also has four arms instead of two. Similar to a queen ant, she is the only reproductive female in the hive and directs its operation – from its construction to the location of suitable hosts. It is believed that she communicates her will through the secretion of pheromones or possibly by an empathic link. She is also more intelligent than the Soldiers and Drones.”The Aliens’ society is a living nightmare for the human imagination.

The power of the alien species is lying upon their superiority (they can defend themselves by spreading all around their acid blood when wounded) and perfection. Although they are called (zenomorphes-Gorman, pets-Spank Meyer, animals-Hudson, bastards-Hicks, busy little creatures-Gorman) with multiple names and their “Mind”/Ability/Instinct is underestimated (Hudson wonders “How can they cut the power? They are animals”), their real identity appears to be much more frightening than the one the marines had imagined. Even the toughest of the soldiers seem really “tiny” in front of the Alien living threat and incapable to defend themselves against the horrifying (Creature) Other, despite their heavy weaponry. The way the Aliens move and their appearance is a clear reference to the insect society.

When Ripley is facing Mama Alien a mysterious silent dialogue is taking place between them. Mama Alien thinks, she is conscious of her behaviour and ready to protect her eggs. When she realises that Ripley is there, she hisses as she continues laying eggs from her scary, “obscure” vagina dentata. The Soldiers Aliens step back due to the demand of their queen, however Ripley breaks her word of not harming the eggs, when she realises that some of them are about to come out. Ripley is taking revenge by destroying each one of the eggs, with her phallus shaped, power flamethrower. She even manages to heart Mama Alien by hearting and finally “disconnecting” her from her monstrous vagina. Both creatures are fighting for their children. The Good Mother against the Bad Mother. The human creature against the monstrous creature. A battle of species.

Mama Alien represents the human effort to dominate, transform and finally control many natural procedures, such the miracle of birth. Man is fighting against his nature with the use of the most horrifying scientific scenarios. Humans are trying to conquest the earth, by destroying it. Ripley is fighting against the Other, the fear of science.

Both figures are fighting for the survival of their own kind. As Barbara Creed mentions: «mother Alien represents Ripley’s other self, that is woman’s alien, inner, mysterious powers of reproduction».

As Ripley is facing her gigantic enemy, the camera focuses on her figure from the Queen’s point of view, revealing her gigantic shape and also implying that Mama Alien can think. She can watch, she can communicate she is conscious in spite the fact that the most popular horrific figures are bodies without souls. In that case it is much easier for the spectator to control his fear of the Other, as it usually appears to be an animal guided simply by its instincts. Ripley is becoming the hero, kicking the “bitch” out of the spacecraft, sending her back to the chaotic universe, the dark mysterious womb of all creatures, right where She came from.

The film Aliens is definitely a product of the conservative Reagan (1981-1989), Cold War, Post Vietnam, Post Watergate era. America is under the influence of the Republican principles and “demands”. The director admits that, in order to structure his characters’ language and communication skills, he studied the “war speak” of the Vietnam soldiers, their specific idiom and terminology and the general sense of how they expressed themselves. In this way, the film becomes quite realistic as it presents the crew of Sulako more like a military expedition. The nuclear family is the promoted ideal icon while the threat of a new fatal disease (HIV) raises the fear of sexuality and reproduction.

The horror film as Robin Wood defends depicts the sense of a civilization condemning itself, through its popular culture. Our inability to accept the Other, the “zenomorph” transforms it into terror, disgust and denial. As humans become disable to confront with the Unknown, they want to annihilate It.

The director is clearly influenced by all the events of this period (late 60’s, 70’s, early 80’s), reflecting on the persona of the Other, the enemies of the United States at the time. Ximena Galliardo and Jason C. Smith state: “In the true spirit of the American science fiction film, James Cameron manages to connect his metaphor for the communist threat to one uncanny and dangerous female”.

In the case of Aliens the Other could be the Russians (and all the possible political enemies of the United States), as well as the terrifying development of Science.

We can notice that the marines are dressed in uniforms of the United States’ Marine (Sgt. Apone is wearing a jockey hat with the American flag, all the marines have the metal identity around their neck), implying the superiority of the U.S Army Forces against the enemy, as well as the US ambition to dominate the Universe literally and metaphorically (having the privilege of the advanced armament and technology).

On the other hand the Alien Other possibly depicts the human fear of the science evolution, as we have already mentioned above.

The film Aliens contains both a right and a left wing approach. Its right wing point of view supports the U.S superiority against the (real or imaginary) enemy, by coding the Alien Other as the Russian/Communist threat. The left wing point of view supports the working class proletariat against the powerful “bourgeoisie”, the Company. We notice that the marines behave like servants/employees (Apone says “They ain’ t paying us by the hour”, Frost says “I hate this job”), complaining about the way they are treated by the Company (Spunkmeyer is complaining about the food, Hudson says “I am just doing my job”, during the meal the marines are sitting on a separate table).

The Other in this case is the Company represented on the character of filthy Burke. The internal battle of the working class and the Capital is portrayed on the way that Burke manages to fool and underestimate (he calls Hicks ”a grunt”) the spaceship crew and Ripley about his real intentions, concerning the species. In the name of power and money he does not hesitate to lock Ripley and Newt in a room under the threat of the Alien creatures. We could defend that the crew of Sulaco along with the Alien, form a diachronic miniature (“a perfect analogon”) of the human society.

Each character of the (multinational) crew portrays a specific behaviour/gender/nationality with its own characteristics. The characters of the film embody different genders and identities. Vasquez is the tough macho marine with her Spanish accent and vocabulary. Bishop is “the artificial person” balancing between a man and a robot. Hudson is the coward –feminine look a like- marine who serves as the audience’s voice due to his fear to face the threat and his spontaneous reaction against Burke or the Alien. Burke is the silent “spy”, Gorman the incapable chief, Apone the disciplined marine etc.

We should also refer to the realistic sense of time and space in Sulaco as well as on the planet LV 426. Ripley is wearing a watch (she is checking the time when she wakes up next to Newt), Hicks tells Ripley that she hasn’t slept for 24 hours while Newt says to Ripley that Aliens come out at night mostly. A light sign that says “Bar”, half eaten donuts and smoking are some other elements that make the Other (coded as the Outer Space) to look totally realistic.

As a conclusion we would say that Aliens is a film about nightmares. Ripley and Newt face their fears trying to escape from their horrifying dreams and so does the audience. The horror film is the “safest” way for the spectator to witness his/her nightmares, sitting comfortably in the dark film theater room, eating popcorn.

 

ένα

15254_917022278327115_917788405785344530_n

.Ο Πρόλογος.

Είπα από σήμερα να οργανώσω κάπως αυτόν τον εσωτερικό μου αχταρμά και κόσμο και να τον καθετοποιήσω. Να τον κάνω δηλαδή στυλάτο. Στήλη αλλιώς. Θα τον ονομάσω Θεωρίες Συνοποσίας Πο ε, όχι μω. Θα έχει περιοδικό χαρακτήρα, όχι με ραντεβού, αλλά δεδομένης της εκάστοτε εμπνεύσεως. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής πρέπει απλά ΚΑΠΟΥ ΝΑ ΤΑ ΓΡΑΨΩ.

 

.Η μίνι επεξήγηση της παράφρασης.

Γιατί τα καλύτερά μου έχουν ακουστεί, ειπωθεί και καμωθεί στα μπαρ (εντός και εκτός των τυχών και των ντόπιων τειχών) και στα τραπέζια με τους φίλους μου, που τόσο πολύ τους αγαπώ και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Εν μέσω γαστριμαργικής και μπρεινστορμικής παραζάλης.

 .Στο διά ταύτα τώρα.

Επίσημη πρώτη με το κειμενάκι για τον παππού τον Γιώργο Λιλή. Μιας και το έχω αφήσει μισό. Που με έμαθε πολλά από τις τρεις αυτές φορές που τον συνάντησα. Γεια χαρά παππούλη.

 

Υ.Γ. Στα κείμενά μου θα βρείτε πρόσωπα πραγματικά, πρόσωπα φανταστικά, πρόσωπα πραγματικά με αλλαγμένο όνομα καθώς λεχθέντα άλλων –με το απαραίτητο σαιτέισον.

 .Περάσαμε Τρίπολυ ωραία.

 Δεν την περίμενα αυτή την εκδρομή. Είχα καιρό, πολύ καιρό να μπω στη σήραγγα του Αρτεμισίου. Από τα χιόνια. Στον δρόμο για Στεμνίτσα. Βέβαια έγινε πράγματι εξ’ απήνης μιας και ο παππούλης πήρε το τρίκυκλό του και μετά έπεσε από το τρίκυκλό του. Όταν είχαμε πάει να τον βρούμε στο Άστρος, δηλαδή πριν τρία χρόνια, καλοκαίρι, μας περίμενε με ανυπομονησία, μας είχε φτιάξει χόρτα τσιγαριαστά και πατάτες τηγανητές και μπριζόλες και σαλάτα τομάτα και λευκό κρασί και φυσικά όλα τα φάγαμε. Και μετά πήγε στο κτήμα και τον κοιτάγαμε και κάποια στιγμή του λύθηκαν τα κορδόνια και έσκυψε χρατς, ευθεία γραμμή, να τα δέσει στα σίρκα 80 πολλά του.

Μου έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο, δεν θυμάμαι τον πρώτο ή τον δεύτερο (ντροπή το ξέρω, τον δεύτερο λογικά) και από το ταξίδι του στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη. Με το πλοίο. Μέρες ζεστές, παραήταν δηλαδή, στο παράλιο Άστρος. Μόλις είχαμε γυρίσει θυμάμαι από τα Παράλια Αστρικά μπουζούκια/κλαμπ ήταν. Εξωαστρικά. Όλα ήταν ροζ μέσα στα μπουζούκια. Ειλικρινά θυμάμαι τον αντικατοπτρισμό των ροζ φώτων πάνω στους ντυμένους με ροζ πλέξι τοίχους. Και φόραγα μόνο εγώ τη μακριά τη φούστα. Η ώρα ήταν έξι. Και τα κορίτσια πολύ σέξι. Ωστόσο εμείς φύγαμε και γυρίσαμε στο σπίτι του παππούλη μέσα στο κτήμα με τις πορτοκαλιές. Εκεί μέσα.

Καθόταν στο τραπέζι της αυλής. Ξημέρωμα και κάτι. Το τραπέζι είχε αυτό το πλαστικό τραπεζομάντηλο με τα αχλάδια. Κόκκινο καρώ. Κάπνιζε στούκας και έπινε ελληνικό καφέ. Μας κοίταξε με έγκριση για τις πράξεις μας. Δίνοντας τους άφεση εξαιτίας της νεότητάς μας. Μου είπε ότι καπνίζει κάθε πρωί. Αλλά και κάθε βράδυ. Και ότι δεν τρώει ποτέ τίποτα έξω από το χωράφι του. Μετά νύσταξα μπήκα στο δωμάτιο. Εμείς κοιμηθήκαμε. Ο παππούλης είχε πολλές δουλειές.

Όπως και να χει. Έπεσε. Χθες. Από το τρίκυκλο. Και βρέθηκε σ’ ένα λευκό κρεβάτι. Μακρηγόρησα. Ναι. Απ’ αυτά του νοσοκομείου. Κι έτσι ξυπνήσαμε Κυριακή πρωί νωρίς. Επτά και μισή. Βάλαμε και το αφρόλουτρο και την κολώνια. Τη ρέπλικα. Και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Με κάποια έτσι φούρια και αγωνία, αλλά και την ελπίδα της ίασής του.

Η ζωή είναι πολύ ωραία στο αυτοκίνητο. Άμα δεν οδηγείς. Γιατί ξαπλώνεις στο πίσω κάθισμα και μετράς με την ησυχία σου τα φώτα στην εθνική. Μπορείς αν θες να κάνεις και υπολογισμό μέτρων. Δηλαδή όσο πάει το αυτοκίνητο να λες από μέσα σου εκατό (μέτρα), διακόσια, τριακόσια κτλ και μόλις φτάσεις στο χιλιόμετρο να κοιτάξεις έξω να δεις πόση ήταν η εγγύτητά σου στην αντίστοιχη χιλιομετρική σήμανση του δρόμου. Επίσης το καλό είναι ότι δεν οδηγείς. Χραπ. Και ακούς μουσική στα αυτιά σου και δεν ακούς τις κουβέντες των μπροστινών. Μπορείς και απλά να προσποιηθείς ότι κοιμάσαι, ή ότι δεν ακούς και να τα ακούς όλα. Ανασηκώνεσαι μονάχα, όταν σου μυρίσει ο Κορινθιακός. Η ο Σαρωνικός. Ή το τυρόψωμο από τον φούρνο στον Ασπρόπυργο. Που δεν θυμάμαι πως τον λένε. Έχω δίπλωμα συνοδήγησης όλα αυτά τα χρόνια. Άπειροι άνθρωποι βρέθηκαν στο τιμόνι και γυρίσαμε παρέα Αθηνάκι, Γκρις και Γιούροπ.

Η Τρίπολη έχει ενδιαφέρον γιατί όπως και η Πάτρα γίνεται ξαφνικά πόλη. Δηλαδή ενώ πας και πας και πας και παντού είναι μόνο η Εθνική Οδός, ξαφνικά αρχίζει να αστικοποιείται το τοπίο. Με άναρχο τρόπο (είμαι σχεδόν σίγουρη ότι στο έμπα της Πάτρας έχει στα δεξιά ένα μαγαζί με στρώματα).

Το νοσοκομείο της Τρίπολης βρίσκεται σε αμφιθεατρικό σημείο, δίπλα (νομίζω) σε ένα στρατόπεδο (;). Είναι πολύ καθαρό και ήσυχο. Σου δημιουργεί κάποιες ακούσιες σκέψεις, καθαρά και μόνο σαν επαρχιακό πρωτόγνωρο τοπίο, που για να είμαι ειλικρινής δε τις θυμάμαι αυτή τη στιγμή, αλλά τις έκανα στα σίγουρα. Για παράδειγμα έχει θέα σε λιβάδι. Ντόλμπι θέα. Παντού ογκοδέστατα παράθυρα με απόληξη πράσινο ορίζοντα. Έχω ξαναπεί ότι ο θάνατος φαντάζει πολύ πιο φυσιολογική συνέχεια με φόντο τη φύση, παρά μέσα στην πόλη, η οποία είναι καταδικασμένη σε μία ατέρμονη κινητικότητα. Οι διάδρομοι ατέλειωτοι, έτσι για να έχεις να σκεφτείς αρκετά, όσο τους διασχίζεις και να τρίξουν αρκετά τα παπούτσια σου στο πλαστικέξ πάτωμα, μέχρι να φτάσεις στο δωμάτιο, που περιέργως έχω προσέξει ότι είναι πάντα τριψήφιο (;). Και με το που μπεις στο δωμάτιο ο διασωληνωμένος παππούλης αποκρίθηκε στο Πώς είστε παππού; με το Δεν είναι τίποτε αυτά. Εμένα το άγχος μου είναι τι θα γίνει με τις μυτζήθρες που άφηκα στην αποθήκη. Θα ξινίσουν.

Ως προς τι συνέβαινε έξω από το νοσοκομείο έχουμε πολλά να πούμε. Να γράψουμε. Η αλήθεια είναι ότι η καθαρόαιμη επαφή μου με την περιαστική κουλτούρα είναι καθαρά επιφανειακή. Και μόνον σε επίπεδο διακοπών. Οι άνθρωποι εκεί μου φαίνονται εξαιρετικά διαφορετικοί από τους αστούς. Επειδή όλα είναι πιο μικρά και πιο λίγα διαμορφώνουν διαφορετικότητες, ανεξερεύνητες για εμένα. Για παράδειγμα όταν ξεκίνησα από το νοσοκομείο να κάνω μία γύρα την Τρίπολη και ρώτησα μία περαστική κυρία Πόσο μακριά είναι η πόλη και πώς θα φτάσω εκεί μου αποκρίθηκε Ααααα είναι πολύ μακριά. Χιλιόμετρα. Ψιλοπανικοβλήθηκα γιατί είχε αρκετή ζέστη αλλά η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο κοντινή. Μιλάμε για πιτς φυτίλι (με την αρωγή της νάικι).

Πάντως νομίζω ότι καμιά φορά οι μεν λυπόμαστε τους δε και βάις βέρσα. Και ότι καμιά άλλη φορά οι μεν ζηλεύουμε τους δε και πάλι βάις βέρσα και μαιάμι βάις.

Όσο η Γιούλη μπαινόβγαινε σε μνημεία, εκκλησίες και τα λοιπά πράματα που εγώ σε κάθε ταξίδι κάνω για το ονόρε του τουρίστα, παρατήρησα την πολύ ενδιαφέρουσα ρυμοτομία της κεντρικής πλατείας με τους ακτινωτούς πεζόδρομους. Στην κορυφή του ψηλότερου κτιρίου της πλατείας (φονιάδες των επαρχιακών πόλεων πολυκατοικίες) δέσποζε μία γιγαντοπινακίδα ΙΟΝ. Η πόλη γλύκισμα σκέφτηκα. Τίποτε καλύτερο σαν γουέλκαμ, πέραν ίσως από μία γιγαντοπινακίδα με ένα κεφάλι γραβιέρας Νάξου και λεζάντα Σέι Τσιιιζζζ. Ελέω δημοτικών εκλογών το ισόγειο της παρακείμενης στρογγυλωπής πλατείας ήταν στολισμένο με λογιών λογιών εκλογικά κέντρα, στις γνωστές σε όλους μας αποχρώσεις. Ξεχώριζε ομολογώ ο ωραιότατος υποψήφιος κύριος τάδε, που ήταν και ο μοναδικός άνθρωπος, που είδα με κοστούμι και γραβάτα στη μίνι παραμονή μου στην πόλη.

Η απόληξη της γυράντζας μας ήταν ένα καταπληκτικό μαγαζί. Μια μπακαλοταβέρνα που φυσικά δεν θυμάμαι πως λεγότανε. Ο ιδιοκτήτης, κ.Βασίλης, ήρθε έκατσε μαζί μας και εν συνεχεία ήρθαν και τα φανταστικά τρία παιδιά του και η φανταστική γυναίκα του. Και οι τέσσερεις βουτηγμένοι σε ένα σύννεφο αισιοδοξίας και δραστηριότητας.

Στο κατόπι ο κ. Βασίλης μου εξήγησε τι είναι η μπακαλοταβέρνα. Κάτι άλλο, νταξ όχι και τόσο μακρινό από αυτό που πίστευα. Σε αντίθεση με την οικογενειακή ταβέρνα, που μέχρι πρόσφατα νόμιζα, ότι είναι ταβέρνα μόνο για οικογένειες και ότι δεν μπορώ να μπω. Μας είπα διάφορες ρίμες και ρητά. Ότι ο πληθυντικός είναι βλακεία, ότι υπάρχει ειδικό μηχανηματάκι που τσουλάνε τα αυγά στο κοτέτσι, ότι οι κότες κάνουν αυγά κάθε μέρα, ότι το παν στη ζωή είναι Να είναι στην ίδια ευθεία αυτά που σκέπτεσαι, αυτά που λες και αυτά που κάνεις, όχι αλλά να λες και άλλα να κάνεις δηλαδή, αλλιώς παθαίνεις την σχιζοφρένεια. Το θέμα είναι ότι στο μεταξύ ένας περίεργος γάβγης σκύλος είχε κατατρομάξει όλο το μαγαζί, ένα παιδάκι υπέστη και την παρ’ ολίγον χαψιά του σκύλου και έναν φούσκο από τη μάνα του (η οποία μίλαγε με μοτέρ για σχεδόν δίωρο). Εμείς φάγαμε στο μεταξύ ομελέτα με σπαράγγια (από τις καλλιέργειες του κ.Βασίλη) και τοματοσαλάτες και λευκό κρασί δικό του και όσο πλησίαζε η κατάσταση ταράτσα ήρθε και ο κύριος Φώτης, ετών πολλών. Πρώην ταξιδευτής. Μας αφηγήθηκε για την Αργεντινή. Εκεί που Στην τεράστια παραλιακή λεωφόρο του Μπουένος Άιρες, το ‘60, τα αυτοκίνητα στοιβάζονται παρκαρισμένα κατά χιλιόμετρα, αλλά οι οδηγοί δεν τους τραβάνε το χειρόφρενο και πολλά άλλα ωραία για τη λειτουργία της εκτροφής βισώνων και τα μπέργκερς με βίσωνα.

Μετά ο κ. Βασίλης μας είπε για την ταβέρνα χωρίς κλειδί (φοβερό κόνσεπτ) κάπου στην Εθνική οδό εκεί κοντά, δίπλα σε ένα οινοποιείο.

Φάγαμε και γλυκό. Κυδώνι. Και κινήσαμε για τον δρόμο του γυρισμού στο νοσοκομείο, που όμως το επισκεπτήριο απαγορευόταν πια και ως εκ τούτου αποκτήσαμε δημιουργική δραστηριότητα μαζεύοντας αυτά τα καταπληκτικά σταχυοειδή φυτά, τα οποία και ωραιότατα εναποθέσαμε, εγώ σε ένα κοντό βάζο, η Γιούλη σε ένα μακρύ, μιάς και εγώ τα έκανα κόμπο φιόγκο. Μετά κάναμε και άλλα πράματα, επισκέψεις κτλ. Ο παππούλης Γιώργος πέθανε.

 .Πιο επόμενο.

Νομίζω ότι το επόμενο πόνημα θα αφορά στην εμπειρία μου του φετινού Αυγούστου στο Κάτω Παγκράτι και στα περίχωρα. Γεια σας τώρα.

Φυσικά το κείμενο ένα είναι για

τον Ιώτα

την Ελένη

τον Μάκη

τον Σταύρο

τη θεία Χαρίκλεια

τον Θωμά

τη Χαρίκλεια σκέτο

και τη Μυγδαληνή.